Κάπου-κάπου διδάσκω σε ένα Κατηχητικό για παιδιά ηλικίας τρία έως πέντε ετών. Τα παιδιά είναι λίγα, μερικές φορές τέσσερα-πέντε. Ένα απ’ τα κοριτσάκια που έρχεται τακτικά, είναι πολύ έξυπνο, ομιλητικό και έχει τσαγανό. Πρόσφατα, δεν ήθελε να έλθει στο μάθημα επειδή τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα, όμως δεν άφηνε τη μητέρα της να της τα βουρτσίσει επειδή η μητέρα της είχε ξεχάσει να φέρει τις αγαπημένες της κορδέλες και τσιμπιδάκια. Έψαξα και βρήκα μερικές ροζ κορδέλες στο κουτί με τις χειροτεχνίες και με άφησε να της δέσω τα μαλλιά.

Όταν τελείωσα, παρ’ όλες τις παροτρύνσεις των γονιών της, δεν έλεγε ευχαριστώ. Στο τέλος σταύρωσε τα χέρια της και με αυστηρό βλέμμα και σιγανή φωνή με ρώτησε, «Πρέπει να το κάνω;»

Για λίγο δεν ήξερα τι να πω. Είπα «Όχι, δεν χρειάζεται να το κάνεις, αγαπητή μου», και συνέχισα με μια απλοϊκή εξήγηση για το πώς η ευγένεια «μαλακώνει» τα δύσκολα σημεία στη ζωή και μας διευκολύνει στις σχέσεις μας και πως το σπουδαιότερο είναι ότι με το να δείχνουμε ευγνωμοσύνη, αυτό αγγίζει τις καρδιές των άλλων και εκτιμάται από όλους. Όμως όλη αυτή η ερμηνεία δεν έφερε το ποθητό αποτέλεσμα και μια και τα άλλα παιδιά περίμεναν, έπρεπε να σταματήσω εκεί και να αρχίσω το μάθημα.

Εκείνος ο μήνας μου ήταν πολύ δύσκολος συναισθηματικά. Ο ένας μου ο γιος, ο οποίος ζει σε μια άλλη ήπειρο και τον οποίο δεν είχα δει για περισσότερο από ένα χρόνο, επρόκειτο να έλθει για μια επίσκεψη τριών εβδομάδων. Ο μεγαλύτερος αδελφός του που ζει κάπως πιο κοντά – κι αυτός όμως στο εξωτερικό – σχεδίαζε να έλθει κι αυτός. Έτσι κάναμε σχέδια, κλείσαμε μέρος για να μείνουμε και είχαμε ετοιμάσει μια σειρά από υπέροχες δραστηριότητες. Όμως το πρόγραμμά του άλλαξε και όλα έπρεπε να ακυρωθούν.

Είχα γίνει τόσο απελπισμένη και για κάνα δύο βδομάδες δεν μπορούσα να συνεφέρω τον εαυτό μου. Έφθασα σε σημείο να αναρωτιέμαι αν ο Θεός νοιαζόταν πραγματικά για μένα, καθώς είχε επιτρέψει να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Αργότερα την ίδια μέρα, μετά από το συμβάν στο Κατηχητικό, δεν μπορούσα να κοιμηθώ και σκεφτόμουν συνέχεια τους γιους μου. Αν και τώρα είχαν μεγαλώσει, μπορούσα ακόμα να θυμηθώ όλα εκείνα τα χαριτωμένα και άτακτα καμώματά τους απ’ όταν ήταν μικρά. Μα γιατί, δεν μπορούμε να βρεθούμε όλοι μαζί ξανά;! Το είχαμε σχεδιάσει εδώ και μήνες! Γιατί Θεέ μου; Ήξερα μέσα μου πως δεν είχα το δικαίωμα να νοιώθω έτσι προς τον Θεό, όμως το έκανα.

Μετά θυμήθηκα αυτό που είχε συμβεί με τα κοτσιδάκια και τις κορδέλες. Μήπως ο Θεός με βλέπει σαν ένα πεισματάρικο κοριτσάκι με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του; Μήπως συμπεριφέρομαι σαν ένα νευριασμένο παιδί όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλω εγώ και τώρα γίνομαι ενοχλητική για τους άλλους με τον άσχημο τρόπο που αντιδρώ;

Πήρα ένα παλιό άλμπουμ με φωτογραφίες απ’ το παρελθόν και ενώ το ξεφύλλιζα έκλαιγα και γέλαγα συγχρόνως. Τόσες υπέροχες στιγμές. Τόση πολύ αγάπη. Σε μία διαβάζω στα αγόρια μου μια ιστορία πριν κοιμηθούν, σε ηλικία πέντε και δύο χρονών. Σε μια άλλη μαγειρεύουμε μαζί. Κάπου αλλού είναι σε μια παράσταση σ’ ένα μουσικό σχολείο. Σε κάποια άλλη παίζουν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με τους καλύτερους φίλους τους.

Άρχισα να βλέπω τις φωτογραφίες που είχα αποθηκεύσει στον υπολογιστή. Σε μια είμαστε όλοι μαζί τον περασμένο χειμώνα στα βουνά. Τα αγόρια παίζουν με σνόουμπορντ στα χιόνια και εγώ τους τραβάω με την κάμερα. Στην επόμενη είμαστε πάνω σε άλογα, ενώ γύρω μας το τοπίο είναι θεσπέσιο. Σε μια άλλη είμαστε μαζί με άλλους, όταν είχαμε πάει σε ένα νοσοκομείο για παιδιά, ντυμένοι σαν κλόουν για να τους δώσουμε χαρά. Στη συνέχεια μια φωτογραφία απ’ το σχολείο του μικρότερου γιου μου που παίρνει ένα βραβείο όταν τελειώνει το σχολείο με άριστα. Και μετά σε μια άλλη βγάζω φωτογραφία τον μεγαλύτερο γιο μου ενώ αυτός ταΐζει παγώνια το περασμένο καλοκαίρι.

Μετά να κι εγώ την προηγούμενη χρονιά ενώ ταξιδεύω στην Ευρώπη, ορειβατώντας σε βουνά, κάνοντας μπάνιο στη θάλασσα, σε ένα μουσικό κονσέρτο, σ’ ένα μουσείο τεχνών, ενώ ζωγραφίζουμε έναν μεγάλο τοίχο σε ένα ορφανοτροφείο, καθώς σπουδάζω σε ένα πανεπιστήμιο, κόβοντας την τούρτα στα γενέθλια μου, ενώ συναντώ παλιούς φίλους μου και  γνωρίζω νέους.  Όλες αυτές οι πάμπολλες περιπέτειες πλημμύρισαν την καρδιά μου με ευγνωμοσύνη. Υπάρχουν τόσες πολλές γλυκές αναμνήσεις και αξέχαστες στιγμές για να είμαι εγώ ευγνώμων!

Πρέπει να πω «Σε ευχαριστώ» στον Θεό; Μα και βέβαια! Στην ουσία, θέλω να Του δείχνω την ευγνωμοσύνη μου και να υπενθυμίζω στον εαυτό μου για τον τόσο υπέροχο κόσμο που δημιούργησε Αυτός για να ζω εγώ. Πρέπει να συνεχίζω να ευχαριστώ τον Θεό, για χάρη δική μου, για χάρη των άλλων, για χάρη των γιων μου και ακόμα και για χάρη των μελλοντικών μου εγγονιών, τα οποία θα προσπαθήσω να διδάξω να λένε «σ’ ευχαριστώ» τόσο στους άλλους αλλά και σε Εκείνον που τα αγαπά περισσότερο απ’ όλους!