Πριν λίγο καιρό, εκμυστηρεύτηκα σε μια φίλη μου ότι ένοιωθα καταβεβλημένη από το στρες και την ανυπομονησία στην εργασία μου. Όταν αυτή μου πρότεινε ως αντίδοτο, να αφιερώσω περισσότερο χρόνο σε στοχασμό και μελέτη του Λόγου του Θεού και της καλοσύνης Του, εγώ της απάντησα διαμαρτυρόμενη, «Μα δεν έχω χρόνο!»

«Τι εννοείς, δεν έχεις χρόνο;» μου είπε αυτή.

«Εννοώ ότι δεν έχω άπλετο χρόνο στα χέρια μου!» της ανταπάντησα εγώ, κάπως ενοχλημένη και σαστισμένη.

«Α, θες να μου πεις ότι δεν έχεις υπό την κατοχή σου αρκετό χρόνο, μάλλον θα μπορούσες να πεις ότι έχεις υπό την κατοχή σου και την ηλιοφάνεια.  Όμως δεν θα μπορούσες να το πεις αυτό, μια και γνωρίζεις ότι ο Θεός έκανε τον ήλιο. Γιατί δεν αναλογίζεσαι τον χρόνο σαν ένα δώρο ή ένα δάνειο απ’ τον Θεό, αντί να τον βλέπεις σαν κάτι που σου ανήκει

«Καλά, όχι ακριβώς … βλέπεις …» και εκεί κόμπιασα. Ποτέ μου δεν είχα αντιληφθεί ότι έβλεπα τον χρόνο σαν κάτι που μου «ανήκε». Όμως αυτή ήταν η αλήθεια. Η ιδέα του ότι ο Θεός μου δάνειζε ή μου έδινε χρόνο μου φαινόταν παράλογη. Εν αντιθέσει είχα συνηθίσει να νομίζω πως μερικές φορές εγώ η ίδια έδινα σε Αυτόν πολύτιμα τμήματα απ’ τον δικό μου χρόνο! Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο έβλεπα πόσο βαθειά ριζωμένη ήταν αυτή η ιδέα στο υποσυνείδητό μου. Πόσο συχνά είχα πει, «Αυτός (ή αυτή) χαραμίζουν τον δικό μου χρόνο!»

Την επόμενη μέρα, η φίλη μου κι εγώ συζητήσαμε λίγο περισσότερο. Μιλήσαμε για το πώς η δεσποτική μου νοοτροπία απέναντι στο χρόνο με είχε φέρει σε σημείο να εστιάζομαι μόνο και μόνο στις δικές μου ιδέες, στόχους και επιθυμίες, χωρίς να αφήνω τον Θεό να συμμετέχει στις αποφάσεις μου. Χωρίς τη δική Του βοήθεια να οργανώσω το πρόγραμμά μου και να βάζω τη ζωή μου σε μια σειρά, πάλευα να τα βγάλω πέρα μόνη μου στην εργασία μου. Δεν είναι περίεργο το ότι ήμουν αγχωμένη και ένοιωθα ότι δεν «είχα» χρόνο να επικοινωνώ με τον Δημιουργό Μου.

Τις επόμενες μέρες, παρατήρησα επίσης πως ο λάθος τρόπος σκέψης μου, όσον αφορούσε τον χρόνο, είχε επηρεάσει επίσης και τον τρόπο που αντιμετώπιζα την οικογένειά μου, την εργασία μου, τα υπάρχοντά μου και πολλούς άλλους τομείς στην καθημερινή μου ζωή. Η λέξη «δικό μου» είχε μουσκέψει κάθε γωνιά της καρδιάς μου. Αντί να είμαι ευγνώμων και γενναιόδωρη για τα όσα μου είχαν δοθεί, ήμουν γραπωμένη εγωιστικά σε όλα όσα ένοιωθα ότι μου ανήκαν δικαιωματικά. Όταν ο Θεός δεν έδειχνε να απαντά στις προσευχές μου και να εκπληρώνει τις δικές μου επιθυμίες, εγώ αγανακτούσα λέγοντας γιατί ο «Θεός μου» δεν έκανε αυτό που ήθελα εγώ, όταν εγώ το ήθελα – λες και Αυτός ήταν «Υπηρέτης» μου.

Δεν μου ήταν εύκολο να αλλάξω νοοτροπία και δεν το έχω επιτύχει ακόμα πλήρως, όμως μαθαίνω να λέω με τον ψαλμωδό, «Όλα όσα είναι στον ουρανό και όσα είναι επάνω στη γη ανήκουν σε Σένα». 1

  1. Χρονικών Α’ 29:11