«Ο Θεός είναι ο πατέρας σου», είπε ο νεαρός. «Ήλθε τα Χριστούγεννα παίρνοντας ανθρώπινη μορφή. Μέσω του Ιησού, μπορείς να γνωρίσεις με τι μοιάζει ο Θεός». Με κοίταξε με μάτια γεμάτα ελπίδα, όμως εγώ δεν είχα πεισθεί. «Ο πατέρας νοιάζεται», συνέχισε να λέει. «Ένας πατέρας σε προσέχει και είναι πάντα δίπλα σου».

Τον κοίταξα και κούνησα το κεφάλι μου. Έκανε λάθος. Ο δικός μου πατέρας ποτέ δεν νοιάστηκε, ποτέ δεν με πρόσεξε και ποτέ δεν ήταν δίπλα μου. Με εγκατέλειψε όταν ήμουν τριών χρονών και αυτό αμαύρωσε και πλήγωσε την καρδιά μου. Ο μητέρα μου με φρόντισε, όμως ο Πατέρας …; Όχι, δεν είχα ιδέα για το τι ήταν να έχεις έναν πατέρα.

«Το ότι ο Θεός είναι ο πατέρας μου δεν σημαίνει τίποτα για μένα!» απάντησα. «Ποτέ μου δεν είχα πατέρα».

Τώρα ο νεαρός απλά με κοίταζε. Μπορούσα να δω ότι με θεωρούσε σαν μια απελπιστική περίπτωση. Και στην πραγματικότητα, ήμουν πολύ απελπισμένος. Με την πρώτη ευκαιρία που βρήκα, είχα φύγει από την πατρίδα μου, την Ολλανδία προς αναζήτηση της αλήθειας και της ευτυχίας και τώρα βρισκόμουν στη Γαλλία. Όμως ακόμη και εκεί, ένοιωθα ακόμα πιο μονάχος. Ένοιωθα ερείπιο, ήμουν πεινασμένος, κρύωνα και πάνω απ’ όλα, ήμουν ορφανός από πατέρα.

Δεν είναι παράξενο το ότι ο νεαρός δεν ήξερε τι να κάνει μαζί μου. Σιγομουρμούρισε «Καλά Χριστούγεννα» και έφυγε βιαστικά.

Όχι πως είχα κάποιο πρόβλημα με τον Ιησού. Όλα όσα είχα ακούσει γι’ Αυτόν ήταν καλά πράγματα. Ήταν ευγενικός, θεράπευε τους ασθενείς, συγχώραγε τους ανθρώπους. Δεν θα με πείραζε να γνώριζα τον Πατέρα Του. Πώς όμως;

Άκουσα τις καμπάνες και αντιλήφθηκα πως ήταν Παραμονή Χριστουγέννων. Να πάω σε εκείνο το μικρό παρεκκλήσι ώστε να αποφύγω τη σημερινή σκοτεινιά μου, έστω και για λίγο; Αυτό και έκανα.

Τα απαλά φώτα και η ψαλμωδία αναζωπύρωσαν το πνεύμα μου. Αν και δεν κατάλαβα τη λειτουργία, αφού ήταν στα Γαλλικά, οι σκέψεις μου υψώθηκαν προς τον Θεό.

Βρισκόταν Αυτός εκεί; Καταλάβαινε;

Θεέ μου, λένε πως Εσύ είσαι ένας Πατέρας. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό.

Έκλεισα τα μάτια μου και ατένισα τη μηδαμινότητά μου.

Και μετά να σου ένα φως. Έλαμψε μέσα στο σκοτάδι μου και με άγγιξε – ζεστό και αναζωογονητικό, γαλήνιο και ήρεμο και αναμφισβήτητα αληθινό.

Κατόπιν μια φωνή μίλησε στην καρδιά μου. Όχι δυνατά, αλλά ξεκάθαρα και ευδιάκριτα, σταθερά και τρυφερά. Εγώ είμαι ο Πατέρας των ορφανών.    

Είχα μείνει άφωνος. Εκεί, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που δεν γνώριζα και των οποίων τη γλώσσα δεν καταλάβαινα, έμαθα πως ο αληθινός μου Πατέρας βρίσκεται πάντα δίπλα μου και ότι με αγαπάει όπως κανένας άλλος πατέρας.