Ήταν καλοκαίρι και βρισκόμουν σε ένα αποστολικό ταξίδι για νέους στα βόρεια παράλια της Πολωνίας. Ενώ το ταξίδι μας κόντευε προς το τέλος του, θα ερχόταν ένα βανάκι απ’ τη Βαρσοβία για να παραλάβει τους περισσότερους από εμάς, ενώ ο Νικ, η Ρενέ και εγώ σχεδιάζαμε να επιστρέψουμε, πρώτα με τραίνο, μετά με λεωφορείο και μετά με ωτοστόπ. Δεν έχω ιδέα για το πώς σκεφτήκαμε κάτι τέτοιο, όμως για κάποιο λόγο, το βρήκαμε υπέροχο.

Πρωί-πρωί, ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας. Ήμασταν νέοι και με λίγη πείρα σε τέτοιου είδους ταξίδια σε μια ξένη χώρα, χωρίς πολλά χρήματα και ενώ δεν γνωρίζαμε τη γλώσσα που μιλούσαν εκεί. Φθάσαμε στο σταθμό, όμως ακριβώς έξω απ’ την πύλη, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά, καθώς οι πόρτες του τραίνου έκλεισαν πριν προλάβει να μπει ο Νικ.

Η Ρενέ κι εγώ, κατεβήκαμε και τον περιμέναμε στον επόμενο σταθμό, όταν όμως ήρθε το επόμενο τραίνο, αυτός δεν ήταν σ’ αυτό. Χωρίς να το σκεφτούμε καν, πήραμε το τραίνο να επιστρέψουμε από εκεί που ξεκινήσαμε. Βέβαια, μόλις ξεκίναγε το τραίνο μας, να σου ο Νικ στην αποβάθρα! Ευτυχώς και μας περίμενε εκεί, ώστε όταν επιστρέψαμε να τον βρούμε.

Με όλη αυτή την αναποδιά, χρειαστήκαμε δύο ώρες για να φτάσουμε επιτέλους στον σταθμό των λεωφορείων. Πήραμε ένα λεωφορείο που πήγαινε λίγο έξω απ’ την πόλη, εκεί κατεβήκαμε, περάσαμε μέσα από κάτι χωράφια για να φτάσουμε στην εθνική οδό και εκεί αρχίσαμε να κάνουμε ωτοστόπ, ελπίζοντας να μας πάρει κάποιος. Όμως κανείς δεν σταματούσε. Το μεσημέρι έγινε απόγευμα και τώρα άρχισε να νυχτώνει και εμείς πεινούσαμε και είμαστε κουρασμένοι επίσης ενώ αρχίσαμε και να ανησυχούμε κάπως.

Είχαν περάσει έξη ώρες αφότου είχαμε αρχίσει το ταξίδι μας και αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε μήπως και ο Θεός προσπαθούσε να μας δείξει κάτι, επειδή τίποτα δεν πήγαινε σωστά. Προσευχηθήκαμε και όλοι μας συμφωνήσαμε να επιστρέψουμε εκεί που είχαμε μείνει τις τελευταίες βδομάδες. Δεν ξέραμε πού θα κατέληγε αυτό μας το σχέδιο, όμως έδειχνε καλύτερο απ’ το να περνούσαμε τη νύχτα στα χωράφια.

Πήγαμε στην απέναντι μεριά του δρόμου και σε λίγα λεπτά σταμάτησε κάποιος και μας πήρε με το αυτοκίνητό του. Το υπόλοιπο μέρος του ταξιδιού μας για να φτάσουμε στο μέρος που μέναμε πριν δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα. Σκεφτείτε την έκπληξή μας όταν φθάσαμε εκεί και είδαμε την υπόλοιπη ομάδα να βρίσκεται εκεί ακόμα. Το όχημα που υποτίθετο να έρθει να τους πάρει, είχε χαλάσει και θα περνούσε άλλη μια βδομάδα πριν έρθει κάποιο άλλο. Όλη μας η ταλαιπωρία και η ανακατωσούρα της ημέρας χάθηκε, μόλις εμείς αντιληφθήκαμε ότι ήμασταν εκεί που έπρεπε να είμαστε.

Χωρίς να έχουμε κινητά ή κάποιου άλλου είδους επικοινωνία και παρ’ όλη την αμάθειά μας και την ανοησία, ο Θεός μας επανέφερε στο θέλημά Του. Ακόμα κι όταν εμείς αποτυχαίνουμε, Αυτός ποτέ δεν αποτυχαίνει. Μας παίρνει εκεί που είμαστε και εκπληρώνει τον σκοπό Του.