Όταν ήμουν πρωτοετής φοιτήτρια στο κολέγιο, ένα πράγμα το οποίο απεχθανόμουν ήταν τα υποχρεωτικά μαθήματα Φυσικής Αγωγής, τα οποία δεν σου προσέφεραν κανένα βαθμό. Στο πανεπιστήμιό μου, οι πρωτοερχόμενοι φοιτητές ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν τέσσερα συνεχή εξάμηνα με Φυσική Αγωγή και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου, μα καθόλου.

Εκτός αυτού, ήμουν εκτός τόπου και τρόπου με τον τύπο Φυσικής Αγωγής που έπρεπε να κάνω. Η πρώτη σειρά ήταν μαθήματα στοιχειώδους μπάντμινγκτον. Ο καθηγητής μου χαμογέλασε με τα πρώτα κτυπήματά μου και αισθάνθηκα πως το χαμόγελο αυτό ήταν περισσότερο μειδίαμα και όχι θαυμασμός. Θα προτιμούσα να περνάω την ώρα μου μελετώντας ένα βιβλίο ή να γράφω εργασίες, αντί να ιδρώνω προσπαθώντας να μάθω βασικές κινήσεις τις οποίες οι άλλοι φοιτητές γνώριζαν αρκετά καλά.

Εκείνη τη χρονιά, έλεγα τα βάσανά μου σε μια φίλη μου, μια μεσήλικα κυρία, η οποία ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να πάει στο κολέγιο. Όταν με άκουσε να παραπονιέμαι, μου είπε με κάπως δυνατή φωνή, «Γιατί δυσανασχετείς; Τόσοι άλλοι θα  πρέπει να πληρώσουν πολλά χρήματα σε έναν επαγγελματία προπονητή για να μάθουν μπάντμινγκτον! Κι εσύ έχεις την ευκαιρία να μαθαίνεις κάθε βδομάδα σαν μέρος από τα μαθήματά σου; Σε ζηλεύω!»

Καθόμουν και την κοιτούσα, χωρίς να μπορώ να αρθρώσω λέξη. Για αυτήν, το μάθημα της Φυσικής Αγωγής, το οποίο ήταν η κατάρα της κολεγιακής μου ζωής, ήταν ένα ξεχωριστό ευεργέτημα το οποίο αυτή ζήλευε! Αντιλήφθηκα πως θα μπορούσα να κλαψουρίζω για τα δύο χρόνια Φυσικής Αγωγής ή θα μπορούσα να προσπαθήσω να σηκωθώ από τον καναπέ των ονείρων μου στη βιβλιοθήκη και να δυναμώσω τους μυς μου. Αντί να σκέφτομαι το γεγονός ότι αυτά τα μαθήματα δεν θα μου έδιναν καθόλου βαθμούς, θα μπορούσα να επικεντρωθώ στο ότι μου έδιναν την ευκαιρία να μάθω κάποιο άθλημα από έναν επαγγελματία.

Το σχόλιο αυτό της φίλης μου με ώθησε να εξετάσω τις αντιδράσεις μου και σε άλλους άχαρους τομείς της κολεγιακής ζωής – για το μενού της καφετέριας, τα συστήματα αξιολόγησης των καθηγητών μου, τα πολύ πρωινά διαγωνίσματα – και ανακάλυψα, προς απογοήτευσή μου, πως η δυσανασχέτηση αυτή, πήγαζε από μια βαθύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης στην αγάπη του Θεού για μένα και τη δική Του σοφία. Δεν μπορούσα να εφαρμόσω τη νουθεσία του Παύλου, «Σε όλα να ευχαριστείτε» 1 έως ότου έμαθα να βλέπω την κάθε ενόχληση σαν ένα κρυφό δώρο της αγάπης του Θεού.

Στο τέλος του εξαμήνου, δεν είχα μόνο μάθει τις βασικές τεχνικές του μπάντμινγκτον, αλλά είχα βελτιώσει τόσο τον συντονισμό μου όσο και τη φυσική μου αντοχή γενικά. Και το πιο σημαντικό, συνειδητοποίησα ότι έδινα περισσότερη σημασία στο περιτύλιγμα του δώρου και όχι σ’ αυτό το ίδιο το δώρο. Όπως είπε και ο Γερμανός ποιητής Γκαίτε, «Αυτό που κάνει ευλογημένη τη ζωή δεν είναι το να κάνουμε εκείνο που μας αρέσει, αλλά να μας αρέσει εκείνο που πρέπει να κάνουμε».

  1. Θεσσαλονικείς 5:18