Ένα τυπικό ανοιξιάτικο και βροχερό απόγευμα στη Ριέκα της Κροατίας, βρισκόμουν στο λεωφορείο 18 και επέστρεφα σπίτι μετά από μια δύσκολη μέρα – τουλάχιστον, νόμιζα ότι βρισκόμουν στο λεωφορείο 18. Μέσα στο λεωφορείο υπήρχαν άλλοι 30 επιβάτες, όλοι τους ανυπόμονοι να γυρίσουν σπίτι τους.

Όταν φθάσαμε στη διασταύρωση, αντί να στρίψει δεξιά όπως συνήθως, το λεωφορείο έστριψε αριστερά. Μήπως πήρα λάθος λεωφορείο; Ήμουν έτοιμη να ρωτήσω, όταν οι άλλοι επιβάτες άρχισαν να φωνάζουν στον οδηγό, «Πού πας από δω;» Τουλάχιστον βρισκόμουν στο σωστό λεωφορείο.

Τώρα όμως ο οδηγός του λεωφορείου είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται. Το λεωφορείο ήταν 30 μέτρα σε μήκος, και δεν ήταν εύκολο να στρίψει και το γεγονός ότι του φώναζαν οι επιβάτες δεν έκανε τα πράγματα ευκολότερα. Είχα βρεθεί σε καταστάσεις όπου οι επιβάτες ούρλιαζαν, στρίγγλιζαν και μερικές φορές απειλούσαν ακόμα και να δείρουν τον οδηγό.

Ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη εκείνο το απόγευμα. Οι δυσανασχετούντες έπαψαν να φωνάζουν καθώς μερικοί άλλοι επιβάτες προσπάθησαν να ηρεμήσουν τα πράγματα, «Μην ανησυχείτε, όλοι κάνουμε λάθη. Πιο κάτω υπάρχει μια πλατεία και θα μπορέσει να στρίψει εκεί». Λοιπόν, έτσι κι έγινε και δύο λεπτά αργότερα το λεωφορείο βρισκόταν πάλι στη σωστή κατεύθυνση.

Πόσες φορές κι εμείς οι ίδιοι παίρνουμε λάθος στροφή ενώ προσπαθούμε να προσεγγίσουμε τους στόχους μας; Δεν θα φθάναμε αρκετά μακριά αν κάθε φορά που κάναμε ένα λάθος αρχίζαμε να φωνάζουμε, να διαμαρτυρόμαστε και να δυσανασχετούμε, ή να κατηγορούμε και να κρίνουμε κάποιον για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Ούτε με το να θρηνούμε θα μας βοηθήσει να πάμε πιο γρήγορα.

Από την άλλη όμως, μόλις αντιληφθούμε ότι βρισκόμαστε εκτός πορείας, μπορούμε να πάρουμε κουράγιο (ή να το δώσουμε στους γύρω μας όταν αυτοί κάνουν ένα λάθος) με το να σκεφτούμε ότι δεν τέλειωσαν όλα – όπως και εκείνοι οι καλοσυνάτοι άνθρωποι στο λεωφορείο εκείνο το απόγευμα και στη συνέχεια θα μπορούμε να γυρίσουμε και να συνεχίσουμε προς τη σωστή κατεύθυνση.