Θυμάμαι τόσο καθαρά εκείνη την εικόνα στον νου μου. Ξύπνησα νωρίς ένα καλοκαιρινό πρωινό και όταν κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο όλα ήταν λευκά. Έτριψα τα μάτια μου, νομίζοντας ότι μπορεί να είχαν κάποιο πρόβλημα και μετά αποφάσισα να πάω να το ψάξω κάπως. Βγήκα στη βεράντα και κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, ένοιωσα λες και βρισκόμουν μέσα σε ένα σύννεφο. Έκανα μερικά βήματα ακόμα και όταν έκανα να γυρίσω, αντιλήφθηκα ότι δεν ήξερα που βρισκόμουν. Αν και απείχα λίγα μόνο βήματα απ’ τη βεράντα, παρ’ όλα αυτά δεν ήξερα προς τα πού ήταν η βεράντα.

Άρχισα να πανικοβάλλομαι στη σκέψη ότι οι δικοί μου μπορεί να μη με άκουγαν αν έβαζα τις φωνές. Μετά θυμήθηκα πως αν μόνο εύρισκα το δρόμο μου προς το πέτρινο μονοπάτι, θα μπορούσα να γύριζα στο σπίτι. Έσκυψα και άγγιξα το βρεγμένο γρασίδι, προσπαθώντας να νοιώσω τις πέτρες. Όσο περισσότερο έσκυβα, τόσο περισσότερο μπορούσα να δω το χρώμα απ’ το γρασίδι. Μπορούσα να ξεχωρίσω τα παπούτσια μου. Ένοιωθα τη μικρή κατηφορίτσα καθώς είχα γονατίσει και ήξερα ότι έπρεπε να την ανέβω σιγά – σιγά.

Ενώ μπουσουλούσα στο έδαφος, ξαφνικά ένοιωσα μια πέτρα και ενώ ακολουθούσα το πέτρινο μονοπάτι, η ομίχλη σηκωνόταν όλο και πιο ψηλά και έτσι μπορούσα να δω τα γόνατά μου. Μόλις έφθασα στη βεράντα, μπορούσα να δω τη μέση μου. Σηκώθηκα όρθια και γεμάτη θαυμασμό είδα την ομίχλη να σηκώνεται προς τα ψηλά και τη θολούρα να χάνεται σιγά-σιγά αποκαλύπτοντας τη γνωστή εικόνα γύρω μου.

Όταν προσπάθησα να εξηγήσω στα αδέλφια μου για το πώς χάθηκα μέσα σε ένα σύννεφο ομίχλης, μπροστά στον κήπο μας, κανένας τους δεν μπόρεσε να καταλάβει τι εννοούσα. Μόνο ο πατέρας μου μπόρεσε να μου εξηγήσει πως η αιτία που υπήρχε ομίχλη εκείνο το πρωινό, ήταν το ρυάκι που περνούσε πιο κάτω από το σπίτι μας και με προειδοποίησε πως αν ποτέ έχανα τον προσανατολισμό μου μέσα σε μια τόση πυκνή ομίχλη ξανά, θα έπρεπε να παραμείνω ακίνητη και αν μπορούσα να πιαστώ από κάτι γνωστό, μέχρι να διαλυθεί η ομίχλη. Το ότι κάποιος μπόρεσε να καταλάβει τι είχα βιώσει, με έκανε να νοιώσω καλά.

Από τότε και μετά, στα χρόνια που πέρασαν, υπήρξαν διαφορετικών ειδών ομίχλες, στις οποίες χάθηκα μερικές φορές, τόσο διανοητικά όσο και συναισθηματικά. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν και ένοιωσα το ίδιο πανικόβλητη όπως όταν ήμουν μικρή, τον ίδιο αποπροσανατολισμό ενώ προσπαθούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε. Όμως στη διάρκεια αυτών των καιρών σύγχυσης, έμαθα να γονατίζω μπροστά στον Θεό ζητώντας τις δικές Του οδηγίες και όταν το έκανα, η ομίχλη σιγά – σιγά άρχιζε να διαλύεται. Μπορούσα να πιαστώ από κάτι γνώριμο, κάποιο είδος πέτρας όπου μπορούσα να βασίσω την πίστη μου. Κατόπιν μπορούσα να ακολουθήσω και πάλι, το γνωστό μονοπάτι προς τον προορισμό μου καθώς χανόταν η ομίχλη.