Μεγάλωσα με τη γνώμη ότι «πίστη» και «αμφιβολία» ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Η πίστη ήταν καλή. Η αμφιβολία ήταν κακή. Με αυτό το σκεπτικό ακόμα και οι ερωτήσεις μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνες, αφού υπέθετα ότι μπορούσαν να καλλιεργήσουν την αμφιβολία. Για κάποιο διανοητικά φιλοπερίεργο άτομο, αυτό είναι κάτι δύσκολο να το χειριστεί κάποιος και για όσο θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή μου δημιουργούσε πρόβλημα. Οι ερωτήσεις στις οποίες συνήθιζα να είμαι αντιρρησίας κυμαίνονταν από το αν ο Θεός πραγματικά νοιάζονταν και τόσο για τον Χι ή τον Ψι συγκεκριμένο κανόνα που αναφερόταν στη Βίβλο και που μερικές φορές ερμηνευόταν είτε απλοϊκά είτε πολύπλοκα μέχρι και την εκτεταμένη και πολύ διαδεδομένη ερώτηση: Υπάρχει Θεός;

Σε κάποιο σημείο, είχα κάτι σαν αποκάλυψη και για το οποίο έχω μάθει από τότε ότι πολλοί άνθρωποι της πίστης συμφωνούν: Η αμφιβολία δεν είναι εχθρός της πίστης, γιατί στην πραγματικότητα μπορεί να δυναμώσει την πίστη. Όπως οι απαντήσεις χρειάζονται ερωτήσεις έτσι και οι ερωτήσεις χρειάζονται απαντήσεις.

Ο τρόπος που το αντιλαμβάνομαι αυτό είναι, πως όταν είσαι ένας άνθρωπος της πίστης και αμφισβητείς την πίστη σου, συμβαίνει ένα από τα παρακάτω: Είτε χάνεις αυτό που αποκαλείς πίστη – στην οποία περίπτωση πιθανόν η πίστη αυτή δεν ήταν αληθινή ή αρκετά δυνατή από την αρχή – ή ανακαλύπτεις ότι παρ’ όλες τις εσωτερικές διαμάχες, παρ’ όλη τη λύπηση, παρ’ όλο το ανεξήγητο και αναπάντητο, η πίστη σου παραμένει. Μου συνέβη το δεύτερο, όταν επέτρεψα στον εαυτό μου να  διερευνήσει τις αμφιβολίες μου.

Συχνά νοιώθω κάπως μπερδεμένη από την ανάγκη που έχουν πολλοί από μας συχνά, στο να αποκαλούμε τα πράγματα «είτε έτσι /είτε αλλιώς» και να τα βάζουμε όλα σε ένα κουτί, είτε πρόκειται για εθνικότητες, ή θρησκείες ή τον Ίδιο το Θεό. Νοιώθουμε την ανάγκη για ένα ολοκληρωμένο συμπέρασμα. Σωστό ή λάθος. Μαύρο ή άσπρο. Πίστη ή λογική. Επιστήμη ή Θεός. Όμως εγώ η ίδια θεωρώ πως πολύ λίγα πράγματα στη ζωή είναι τόσο απλά. Επίσης θεωρώ πως το όλο θέμα όσον αφορά τον Θεό και την πίστη δεν είναι κάτι που μπορεί να χωρέσει στα δικά μας «κουτιά» και είναι πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να βγάλουμε ολοκληρωμένα συμπεράσματα.

Στο τέλος, αυτό που μας απομένει είναι μια επιλογή πίστης. Επιλέγω να έχω πίστη, να πιστεύω ότι υπάρχει ένας Θεός και πως με το να είμαι συνδεδεμένη με την Ανώτερη Δύναμή Του με κάνει μια καλύτερη ανθρώπινη ύπαρξη. Το να θέλω να είμαι ένα όσο το δυνατόν καλύτερο άτομο μπορεί από μόνο του να είναι ένας καλός λόγος για πίστη. Η δική μου πίστη ίσως να μην είναι του «παραδοσιακού τύπου» και μερικές φορές μου διαφεύγει η έννοια της απλοϊκής εμπιστοσύνης που συνήθιζα να έχω. Στη θέση της όμως έχω όμως αποκομίσει και έχω τοποθετήσει, επίγνωση, ταπεινότητα και ανοιχτοσύνη, πράγματα που ελπίζω να μη χαθούν ποτέ. Διψάω για μάθηση, επειδή γνωρίζω πως υπάρχουν τόσα πολλά τα οποία δεν γνωρίζω.

Εξυπακούεται βέβαια πως αν υπάρχει ένας Θεός και αν η Βίβλος είναι ο Λόγος Του, τότε τα δύο πράγματα που έχει πει ότι έχουν τη μεγαλύτερη αξία είναι: Αγάπη για τον Θεό και αγάπη για τον πλησίον. Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να κάνω, μπορώ να κάνω και θα τα κάνω. Το να ακολουθώ τις πρωταρχικές εντολές και να δείχνω στοργή και ευγένεια, ανεκτικότητα και συγχώρεση στον διπλανό – σαν συντροφικές ανθρώπινες υπάρξεις, πλασμένες κατ’ εικόνα Θεού, η καθεμιά με αυτούσια και ανυπολόγιστη αξία – έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από το να προσπαθώ να συμπεράνω ποιές είναι οι γνώμες και οι προτιμήσεις του Θεού όσον αφορά ιδιαιτερότητες για τον τρόπο της ζωής μου και τις προσωπικές μου επιλογές, ή εκείνες των αγαπημένων μου, ή της ανθρωπότητας γενικά.

Μία μέρα και ενώ έτρωγα πρωινό, διάβαζα το κεφάλαιο 11 στην προς Εβραίους επιστολή, «το κεφάλαιο της πίστης», και έφθασα στο εδάφιο 6: «Χωρίς πίστη είναι αδύνατον κάποιος να Τον ευαρεστήσει· επειδή, αυτός που προσέρχεται στον Θεό, πρέπει να πιστέψει, ότι είναι, και πως ανταμείβει αυτούς που Τον αναζητούν».

Ο τρόπος που συνήθιζα να αντιλαμβάνομαι αυτό το εδάφιο ήταν σαν να έλεγε πως «αν αμφιβάλλεις, δυσαρεστείς τον Θεό». Τώρα το διαβάζω αρκετά διαφορετικά. Λέει πως υπάρχουν μόνο δύο πράγματα που πρέπει να κάνω με σκοπό να έχω πίστη και να ευαρεστώ το Θεό: α) Να πιστεύω ότι Αυτός υπάρχει και β) να πιστεύω ότι ανταμείβει εκείνους που «Τον αναζητάνε». Πιστεύω ότι Αυτός υπάρχει και εγώ Τον έχω αναζητήσει – τα ερωτήματα και οι αμφιβολίες ήταν ένα αναγκαίο κομμάτι εκείνης της «αναζήτησης». Έχω βρει γαλήνη με το να γνωρίζω ότι ποτέ δεν θα έχω όλες τις απαντήσεις και αυτό δεν με ενοχλεί. Αυτό είναι μέρος της πίστης. Το σπουδαιότερο απ’ όλα είναι ότι Αυτός με ανταμείβει με την παρουσία Του. Ξέρω πως δεν υπάρχει τρόπος να το εξηγήσω αυτό σε κάποιον που δεν έχει πίστη, όμως γνωρίζω πως Τον γνωρίζω και ότι με το να Τον γνωρίζω, γεμίζω χαρά.

Αν και δεν μπορώ να πω ότι η πίστη μου είναι δυνατότερη από τότε που ξεκίνησα στο οδοιπορικό της αμφιβολίας μου, μπορώ όμως να πω αυτό: Επέρριψα την κάθε μου αμφιβολία πάνω στην πίστη μου και η πίστη μου είναι ακόμη εδώ.