Όταν ήμουνα μικρή, η πίστη είχε διαποτίσει τη ζωή μου. Ποτέ δεν αμφέβαλλα την ύπαρξη ενός στοργικού Θεού, ο οποίος νοιαζόταν για τη ζωή μου και ο οποίος απαντούσε στην προσευχή και με βοηθούσε σε καθημερινή βάση. Προσευχόμουν από τότε που άρθρωσα τις πρώτες μου λέξεις. Τραγουδούσα τραγούδια για τον Ιησού και Τον αγαπούσα. Η παρουσία Του στη ζωή μου ήταν πολύ αληθινή. Όταν κάποιος από τους συγγενείς μου πέθαινε, δεν ήταν ένα θλιβερό γεγονός αλλά μια γιορτή για το πέρασμά του σε έναν καλύτερο κόσμο.

Όταν όμως έγινα έφηβη, άρχισα να αμφισβητώ τις αρχές της πίστης που είχα διδαχθεί σαν παιδί. Θεώρησα ότι οι γονείς μου και η πίστη τους στο Θεό και τη Βίβλο μπορεί να ήταν λάθος και άρχισα να ξεγλιστρώ από την πίστη στην αμφιβολία και στον αγνωστικισμό. Αυτό που άκουγα και έβλεπα στον κόσμο γύρω μου δεν έβγαζε πια νόημα σε σύγκριση με την απλή παιδική πίστη που είχα διδαχθεί. Καθώς δήλωσα κατηγορηματικά το νέο μου σύστημα πίστης, οι γονείς μου απλά χαμογέλασαν και μου είπαν πως ήταν πρόθυμοι να ακούσουν, όμως δεν θα μπορούσα να τους αποτρέψω από αυτό που γνώριζαν ότι ήταν σωστό.

Η πνευματική μου αναζήτηση συνέπεσε με τη μετακόμιση από μια μικρή πόλη της επαρχίας στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης. Μια μέρα, ήταν να πάρω το τραίνο για να πάω στους δικούς μου για τις γιορτές. Είχα κλείσει εισιτήριο τηλεφωνικά και ήμουν σίγουρη πως θα εύρισκα το δρόμο μου για το Σιδηροδρομικό Σταθμό παίρνοντας το μετρό.

Μετά από κάποια ώρα στα τούνελ του “Τ”, όπως είναι γνωστός ο υπόγειος της Βοστώνης στους ντόπιους, βγήκα στο σωστό σταθμό σύμφωνα με το χάρτη μου, ανέβηκα μια μεγάλη σειρά από σκαλιά και όταν βγήκα στο δρόμο τυφλώθηκα από το λαμπερό φως του ήλιου. Ήξερα ότι ο σταθμός έπρεπε να βρίσκεται ακριβώς εκεί, όμως κοίταζα και δεν μπορούσα να τον βρω. Μπήκα κάτω από μια τεράστια αψίδα, όμως τίποτα. Κοιτούσα συνέχεια το ρολόι μου και άρχισα να αγχώνομαι μήπως και χάσω το τραίνο. Ρώτησα έναν περαστικό, όμως αυτός με κοίταξε περίεργα και συνέχισε βιαστικά.

Τελικά βρέθηκα στην άλλη πλευρά του δρόμου. Κάπως έξαλλη τώρα, κοίταξα προς τα πίσω εκεί που στεκόμουν πριν. Με γιγάντια γράμματα τρία μέτρα πάνω από το έδαφος ήταν γραμμένο “Σιδηροδρομικός Σταθμός”. Εκεί ακριβώς που είχα βγει από το μετρό, ήταν η είσοδος του σταθμού – ή ίδια τεράστια αψίδα όπου είχα βρεθεί πριν λίγα λεπτά. Ήταν τόσο τεράστια και έπιανε τόσο χώρο που δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω από την προηγούμενη θέση μου. Μόνο αφότου απομακρύνθηκα λίγο και κοίταξα προς τα πάνω μπόρεσα να δω ότι ήμουν εκεί όπου έπρεπε να βρίσκομαι από την αρχή.

Λίγο μετά από αυτή την εμπειρία, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ήμουν διαφορετική από τους φίλους μου οι οποίοι δεν είχαν πίστη. Για παράδειγμα, μου άρεσε να τρώω το κολατσιό μου μέσα σε ένα υπέροχο παλιό κοιμητήριο στην οδό Τρέμοντ, όπου τα μνήματα ήταν από το 1600. Μια μέρα ένας φίλος ήρθε να μου κάνει παρέα και σχολίασε, “Δεν νομίζεις ότι είναι λίγο περίεργο να έρχεσαι σε ένα κοιμητήριο για να χαλαρώνεις; Δεν σε κάνει να σκέφτεσαι το θάνατο, και δεν σε τρομάζει;”

Το σκέφτηκα λίγο ενώ τελείωνα το σάντουιτς. “Στην ουσία, δεν φοβάμαι καθόλου,” του απάντησα. “Πιστεύω πως ο θάνατος είναι μόνο ένα πέρασμα από αυτό τον κόσμο στον επόμενο, σαν κάποιο είδος αναγέννησης. Πιστεύω πως όταν πεθάνω θα βρεθώ σε ένα μεγαλύτερο και καλύτερο κόσμο”. Αυτό που με έκανε διαφορετική από τους φίλους μου ήταν πως βαθιά μέσα μου, συνέχιζα να έχω πίστη – συνέχιζα να πιστεύω στο Θεό και τον Ιησού.

Λίγες μέρες αργότερα είπα στους γονείς μου για την εμπειρία μου με το Σιδηροδρομικό Σταθμό και το συσχέτισα με το πρόσφατο οδοιπορικό μου στον αγνωστικισμό και πίσω. Από την καινούργια μου πλεονεκτική θέση, δεν είχα αμφιβολίες για το τι πραγματικά πίστευα. Τους ευχαρίστησα για την πίστη που μου είχαν μεταδώσει, καθώς επίσης και για την υπομονή τους και την κατανόηση. Ήξεραν από την αρχή ότι το μόνο που είχα να κάνω ήταν να “διασχίσω το δρόμο και να κοιτάξω προς τα πάνω”.

Με το πέρασμα του χρόνου έγινα μητέρα με οχτώ παιδιά και καθώς έχουν μεγαλώσει, έχω παρακολουθήσει μερικά από αυτά να έχουν τις αμφιβολίες τους όσον αφορά την πίστη τους και έχουν απομακρυνθεί. Έχω δοκιμάσει να ακολουθήσω το παράδειγμα των γονιών μου της κατανόησης με το να φαντάζομαι τα παιδιά μου να στέκονται κάτω από τις αψίδες του Σιδηροδρομικού Σταθμού, αναζητώντας τον. Προσεύχομαι γι’ αυτά και γνωρίζω ότι βρίσκεται εκεί, είτε το πιστεύουν είτε όχι, και προσεύχομαι πως θα κοιτάξουν προς τα πάνω και θα συνειδητοποιήσουν πού στέκονται.

Όλοι μερικές φορές νοιώθουμε χαμένοι και αναρωτιόμαστε πού είναι ο Θεός. Ψάχνουμε γύρω μας για πίστη και νόημα στη ζωή, και στο τέλος ανακαλύπτουμε ότι βρίσκεται εκεί μπροστά μας, μεγαλύτερος από τη ζωή. Όπως ο Σιδηροδρομικός Σταθμός, στεκόμαστε μπροστά του και χρειάζεται μόνο να μετακινηθούμε προς μια διαφορετική θέση για να συνειδητοποιήσουμε ότι βρισκόμαστε εκεί ακριβώς που ανήκουμε.