Έγειρα πίσω στο κάθισμά μου και περίμενα την απογείωση. Η πλάτη μου πονούσε και τα πόδια μου είχαν μουδιάσει από τις πέντε ώρες ταξίδι με το αυτοκίνητο προς το αεροδρόμιο συν τις δύο ώρες από την πρώτη μου πτήση επιστροφής στη πατρίδα μου. Είχα άλλες πέντε ώρες ταξίδι και αυτό σε μια στριμωγμένη οικονομική θέση, κάτι όχι και τόσο εύκολο.

Ο νους μου πήγε στην κόρη μου που δεν ήταν ακόμα 18 χρονών και την οποία είχα πάει για να ζήσει με τον μεγαλύτερο αδελφό της για λίγο καιρό. Σίγουρα θα μου έλλειπε! Ήταν η πρώτη της φορά μακριά απ’ το σπίτι και η καρδιά μου πονούσε μια και δεν θα την είχα κοντά μου. Αυτό το συναίσθημα το είχα ξαναζήσει. Ήταν το πέμπτο απ’ τα έξη παιδιά μας που άφηνε το σπίτι. Σκέφτηκα πως έπρεπε να το είχα συνηθίσει, όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε απ’ τα μάτια μου, όμως αποφάσισα να μην ενδώσω στα συναισθήματά μου.

Καθώς το αεροπλάνο ετοιμαζόταν να απογειωθεί, έκλεισα τα μάτια μου, έκανα μια προσευχή στον Ιησού για ασφαλή πτήση και να προσέχει την κόρη μου και τα υπόλοιπα παιδιά μου. Τον ευχαρίστησα που είναι πάντα πιστός και το κάνει και με την απαλή Του φωνή σιγοψιθύρισε στην καρδιά μου πως όλα θα πάνε καλά με την κόρη μου, όπως και με τα υπόλοιπα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια της που είχαν φύγει απ’ το σπίτι πριν από καιρό.

Το αεροπλάνο απογειώθηκε, πήρε το ύψος που έπρεπε και τράβηξε την πορεία του.

Με γέμισε μια γαλήνη καθώς αναλογίστηκα τις διαβεβαιώσεις του Θεού και θυμήθηκα πως Αυτός ποτέ δεν είχε πάψει να απαντά στις προσευχές μου για τα παιδιά μας. Τα δάκρυα μου από δάκρυα μελαγχολίας μετατράπηκαν σε δάκρυα ευγνωμοσύνης καθώς Τον ευχαριστούσα για τη δική Του πιστότητα και παρηγοριά.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα μια κυρία με ένα μικρό κοριτσάκι γύρω στα  τρία που είχαν καθίσει στα καθίσματα που ήταν δίπλα μου, τα οποία πριν ήταν άδεια κατά την απογείωση. Αν και ήλπιζα να υπάρχουν άδεια καθίσματα δίπλα μου ώστε να μπορώ να τεντωθώ λίγο, κατάλαβα ότι η αεροσυνοδός πιθανόν να ένοιωσε ότι η κυρία αυτή και η κορούλα της χρειαζόταν εκείνο το χώρο.

Παρακολουθούσα τη μητέρα που προσπαθούσε να ηρεμήσει την μικρή της κόρη, η οποία ήταν κουρασμένη και κλαψούριζε. Της προσέφερα το μαξιλάρι μου και μια επιπλέον κουβέρτα για να την χρησιμοποιήσει σαν προσκέφαλο. Γεμάτη ευγνωμοσύνη μου εξήγησε πως είχαν ταξιδέψει ήδη για οκτώ ώρες με μια άλλη πτήση. Σε λίγη ώρα το μικρό κοριτσάκι είχε κοιμηθεί, μισή στο κάθισμά της και μισή στα πόδια της μητέρας της.

Μας σέρβιραν το δείπνο, είπαμε λίγες κουβέντες και μετά από λίγο η αεροσυνοδός μάζεψε τους δίσκους και η κυρία δίπλα μου προσπάθησε να ξεκουραστεί λίγο. Λίγα λεπτά αργότερα, παρατήρησα ένα δάκρυ στο μάγουλό της και μετά άλλο ένα. Προσπάθησε να τα σκουπίσει πριν τα δω εγώ, όμως γρήγορα αντιλήφθηκε ότι τα είχα δει και μου χαμογέλασε κάπως αθώα.

«Είσαι εντάξει;» την ρώτησα.

«Ναι, ναι» μου είπε. Όμως τα δάκρυα συνέχισαν.

«Υπάρχει κάτι που μπορώ να βοηθήσω;» της είπα, αγγίζοντάς την στον ώμο.

Μετά από μια γενναία προσπάθεια να συνέλθει κάπως, μου εξήγησε ότι μόλις είχε πάρει τον 16χρονο γιο της στις ΗΠΑ για να σπουδάσει. Είχε άλλα επτά παιδιά, όμως αυτός ήταν ο μεγαλύτερος και ήταν ο πρώτος που έφευγε απ’ το σπίτι και ήδη είχε αρχίσει να της λείπει.

Την κοίταξα έκπληκτη. Να σου εγώ, να κάθομαι δίπλα σε μια γυναίκα που βίωνε ακριβώς τα ίδια συναισθήματα όπως κι εγώ λίγα λεπτά νωρίτερα, ενώ σκεπτόμουν για την κόρη μου.

Πήρα το χέρι της στα χέρια μου και της είπα ότι ένοιωθα τι περνούσε. Της εξήγησα για την κόρη μου και μοιράστηκα τις παρήγορες σκέψεις που είχε σιγοψιθυρίσει στην καρδιά μου ο Θεός λίγο πιο πριν. Με άκουγε προσεκτικά και χαμογέλασε μέσα απ’ τα δάκρυά της, όταν της είπα ότι θα μπορούσαμε να προσευχηθούμε μαζί για τα παιδιά μας και μετά να εμπιστευτούμε τον Θεό να τα φροντίσει.

Μετά την προσγείωση, ευχαρίστησα τον Ιησού για την ασφαλή πτήση και για τον τρόπο που μηχανεύεται τόσο τέλεια το κάθε τι. Πιστεύω πως Αυτός έφερε τα πράγματα έτσι, ώστε να καθίσουμε κοντά–κοντά και να μπορέσω να  μεταφέρω τα λόγια Του και τις διαβεβαιώσεις Του και σε κάποιον άλλον. Αυτός ήθελε να παρηγορήσει και τις δύο μας.