Είχα βρεθεί σε μια πολύ άσχημη κυκλοφοριακή συμφόρηση στην πόλη που ζω. Ατελείωτες σειρές από αυτοκίνητα, φορτηγά και λεωφορεία κινούνταν σημειωτόν, ενώ πεζοί, μηχανάκια και ποδήλατα τα κατάφερναν λίγο καλύτερα, περνώντας ανάμεσα από τις σειρές των αυτοκινήτων. Ο αέρας ήταν τόσο μολυσμένος από τα καυσαέρια που με έκανε να νοιώθω ν’ ανακατεύεται το στομάχι μου. Γεμάτη ανυπομονησία και ενώ κοιτούσα στο απέναντι πεζοδρόμιο, ένα πεζοδρόμιο γεμάτο λακκούβες με λασπόνερα από την πρόσφατη βροχή, ξεχώρισα ανάμεσα στον κόσμο, τους πάγκους με τα φρούτα και τα λαχανικά, ένα ανάπηρο επτάχρονο αγοράκι να ζητιανεύει.

Ανάμεσα στη δική μου λωρίδα κυκλοφορίας και το πεζοδρόμιο υπήρχε άλλη μια λωρίδα και εκεί δίπλα περνούσε εκείνη τη στιγμή ένα κάρο το οποίο έσερνε κάποιος φορώντας σκισμένο πανταλόνι, σκισμένο φανελάκι και παπούτσια γεμάτα λάσπες. Το πρόσωπό του έδειχνε κουρασμένο και ιδρωμένο, ενώ οι μυς του έσφιγγαν στην προσπάθειά του να σύρει το βαρύ φορτίο από τα τσουβάλια με πατάτες πάνω στο κάρο του.

Τότε ήταν που το βλέμμα του μικρού ζητιάνου συναντήθηκε με το βλέμμα του ανθρώπου εκείνου που έσερνε το κάρο. Ο άνδρας σταμάτησε, έβαλε το χέρι του στην τσέπη, πήρε ένα νόμισμα και το έβαλε στο χεράκι του μικρού παιδιού. Το αγοράκι χαμογέλασε πλατιά και γεμάτο χαρά του είπε, «Σας ευχαριστώ κύριε. Ο Θεός να σας έχει καλά».

Δεν μπορώ παρά να θυμηθώ το παράδειγμα που μας έδωσε ο Ιησούς όταν άγγιζε τους ενδεείς, τους χωλούς και τους τυφλούς. Η προσευχή μου εκείνο το πρωί ήταν να γίνω τα δικά Του χέρια και πόδια για κάποιον που θα το είχε ανάγκη, να γίνω Αυτός για τους άλλους.

Λίγο αργότερα, είχα την ευκαιρία να μετατρέψω την προσευχή μου σε πράξη. Όταν η κόρη μου ήταν στην κλινική για να γεννήσει το τρίτο της παιδί, η γυναίκα που βρίσκονταν πίσω απ’ την κουρτίνα στο διπλανό κρεβάτι, δυσκολευόταν πάρα πολύ με τους πόνους του τοκετού της.

Μου ήταν άγνωστη, όμως ένοιωσα την ώθηση να πάω και να την ρωτήσω αν μπορούσα να την βοηθήσω σε κάτι. Μια και γνώριζα από τοκετούς, προσφέρθηκα να την βοηθήσω με την τεχνική των αναπνοών, κάτι που θα την βοήθαγε. Πιάστηκε πάνω μου και μετά από λίγο τα πήγαινε καλά, καταφέρνοντας να ξεκουράζεται ανάμεσα στις συστολές του τοκετού. «Είσαι ένας άγγελος», μου είπε με δυσκολία μετά από μια δυνατή συστολή.

«Δεν είμαι άγγελος», της αποκρίθηκα, «όμως προσπαθώ να κάνω πράξη, αυτό που μου δείχνει ο Θεός».