Πάντα με ενθουσίαζαν οι ιστορίες με ανθρώπους που έκαναν κάτι για να αλλάξουν τη ζωή τους. Ο επιτυχημένος χειρούργος που γίνεται φούρναρης, ο ζητιάνος που γίνεται μεγιστάνας στην Γουόλ Στριτ, η πολύτεκνη μητέρα που αποφασίζει να γίνει και ορειβάτης, το ανδρόγυνο που από υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων εναγκαλίζονται τον μινιμαλισμό και ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο με μια βαλίτσα μόνο. Προσωπικά πρέπει να μου αρέσει η άνεση του να πιστεύω πως αν ποτέ παρουσιαστεί η ανάγκη, θα μπορούσα να αλλάξω και εγώ.

Πρόσφατα η οικογένειά μας αποφάσισε να αλλάξει πορεία και να κάνουμε κάτι που λέγαμε ότι δεν θα κάναμε ποτέ: Να μετακομίσουμε απ’ την επαρχία στο προάστιο μιας πόλης με πολλά σπίτια και μικρούς κήπους. Πήραμε αυτή την απόφαση για αρκετούς λόγους – για μερικούς περισσότερο της κοινής λογικής και για άλλους πιο συναισθηματικούς. Όμως μια απ’ τις μεγαλύτερες εκπλήξεις ήταν η ίδια η εμπειρία της αλλαγής. Όπως το άνοιγμα του παραθύρου σε ένα δωμάτιο γεμάτο σκόνη και μούχλα, επιτρέπει στο φως και τον καθαρό αέρα να μπει και να αποκαλύψει τους ιστούς της αράχνης, έτσι και η αλλαγή φέρνει νέα ενέργεια και φανερώνει σημεία στη ζωή μας που είχαν αρχίσει να σιγοτρίζουν από μια έλλειψη κινητικότητας.

Αντιλήφτηκα πόσο φοβόμουν μήπως και χάσω τον έλεγχο και πόσο πίεζα τον εαυτό μου ώστε να μπορώ να εγγυηθώ κάποιο ορισμένο αποτέλεσμα. Έμαθα πολλά από το να εμπιστεύομαι τον Θεό σε αυτή την περιπέτεια που ονομάζουμε ζωή. Όταν εγκαταλείπουμε την ψευδαίσθηση του να ελέγχουμε το καθετί, θυμόμαστε το πόσο ανάγκη έχουμε τον Θεό.

Μέσα απ’ όλες αυτές τις αλλαγές που κάναμε, δεσμεύτηκα στο να συνεχίσω να αλλάζω και να αναμοχλεύω τη ζωή μου σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν θα ήθελα να μετακομίσω ξανά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, όμως πολλά άλλα πράγματα βρίσκονται υπό αναθεώρηση. Έχω μια νέα προσέγγιση για την εξής προσευχή: «Θεέ μου, δώσε μου τη γαλήνη να αποδέχομαι τα πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω, το κουράγιο να αλλάξω αυτά που μπορώ και τη σοφία να γνωρίζω την διαφορά ανάμεσα στα δύο». 1

  1. Αποδίδεται στον Αμερικανό θεολόγο Reinhold Niebuhr (1892–1971).