Κάποτε ήταν πιο ψηλός και είχε επάνω του έναν αέρα εξουσίας όπου και να πήγαινε. Όταν ήταν νέος, αφιέρωσε τον ελεύθερο χρόνο του ακόμα και τις γιορτές, στο να κάνει Χριστιανικό έργο για τους νέους.  Ο ίδιος είχε προσηλυτιστεί όταν ήταν είκοσι ετών και ήταν γεμάτος ζήλο για τα πιστεύω του και τις πράξεις του. Οργάνωνε κατασκηνώσεις στα βουνά για πάρα πολλούς νέους που είχαν ζήσει τα δύσκολα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, άτομα τα οποία χρειάζονταν το παράδειγμα ενός πατέρα ή ενός μεγαλύτερου αδελφού.

Κατόπιν ήρθαν τα χρόνια που μεγάλωσαν και τα ίδια του τα παιδιά και έγιναν κάπως ιδεαλιστές όμως αρκετά επαναστατημένοι έφηβοι, αποφασισμένοι να αλλάξουν το κατεστημένο και προσπαθώντας να ξεφορτωθούν όλες τις δικές του διδασκαλίες. Χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει αυτός, έπαψε να επικοινωνεί μαζί τους, ιδιαίτερα με τη μεγαλύτερη κόρη του, η οποία έφυγε από το σπίτι πολύ νέα και έκανε επιλογές που αυτός δεν μπορούσε καθόλου να τις καταλάβει. Αν και αυτό ράγισε τη καρδιά του, αυτός ποτέ δεν το είπε σε κανένα.

Το πήρε απόφαση πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι και έτσι ήλθαν και παρήλθαν πέντε οδυνηρά χρόνια. Στο μεταξύ, η κόρη του παντρεύτηκε και έκανε παιδιά. Μια μέρα, όταν αυτός βρήκε τελικά το κουράγιο, πήγε να την επισκεφτεί και να συναντήσει για πρώτη φορά, τον γαμπρό του και τα δύο του εγγόνια. Η επίσκεψη ήταν σύντομη, όμως το πρώτο βήμα είχε γίνει ενώ τα επόμενα που ακολούθησαν ήταν πιο εύκολα.

Οι οικογενειακές συναντήσεις ξανάρχισαν, όπως ακριβώς η άνοιξη μετά από έναν πολύ κρύο χειμώνα. Κανείς δεν ήθελε να μιλήσει για το παρελθόν γι’ αυτό συγχωρέθηκαν τα λάθη που έγιναν και απ’ τις δύο πλευρές. Όχι πως συμφωνούσαν πάντα σε όλα, όμως μια νέα αίσθηση θαυμασμού και ανιδιοτελούς αγάπης ξεφύτρωσε και μαζί με αυτήν ακολούθησε η συνεννόηση και η σοφία.

Αυτό το γνωρίζω προσωπικά, επειδή εγώ η ίδια τυχαίνει να είμαι η μεγαλύτερη κόρη. Όταν μιλούσα με τη μητέρα μου και τους άλλους συγγενείς, όλοι τους ανέφεραν πως τον είχαν δει να μεταμορφώνεται με έναν εκπληκτικό τρόπο και να μετατρέπεται από ένα φανατικό αλλά και αδιάλλακτο χαρακτήρα σε έναν πιο ευσπλαχνικό και στοργικό άνθρωπο.

Όταν και τα δικά μου παιδιά έγιναν έφηβοι και μεγάλωσαν, για μαντέψτε, ποιος με ενθάρρυνε περισσότερο από μια φορά να είμαι δίπλα τους πάντα και να τους δείχνω συμπάθια και κατανόηση; Ο πατέρας μου. Συγχρόνως, κατάλαβα κι εγώ από πρώτο χέρι το τεράστιο έργο που είχε κάνει και ένοιωσα περισσότερο κατανόηση γι’ αυτόν.

Τώρα ο πατέρας μου κοντεύει στα 90, η πλάτη του καμπουριάζει και δεν περπατά τόσο γρήγορα όπως στο παρελθόν, όμως συνεχίζει να διαβάζει, να γράφει, να προσεύχεται καθημερινά και να βοηθά αυτούς που το έχουν ανάγκη. Δείχνει αγάπη και καλωσορίζει τον καθένα σπίτι του. Όταν δύει ο ήλιος, τα μάτια του δακρύζουν. Έχει πέντε παιδιά, δεκατέσσερα εγγόνια και εννέα δισέγγονα.

Η ζωή του έχει μετατραπεί σε θρύλο και αστειευόμενοι τον αποκαλούμε «πατριάρχη». Νομίζω όμως, πως το σπουδαιότερο παράδειγμα που μου έδωσε, ήταν τη μέρα που μου είπε, «Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με».