Έδειχνε σαν ένας μικρός οικισμός – σειρές από παρόμοια κτίσματα στη μια πλευρά και περιποιημένοι κήποι με λαχανικά στην άλλη. Σε μικρή απόσταση βρισκόταν ένα γήπεδο μπάσκετ. Λίγο πιο πέρα, κάποιος πουλούσε φρούτα.

Ανέβηκα τον χωματόδρομο πίσω από τον πατέρα μου ενώ αυτός συζητούσε με κάποιους άλλους καθώς περπατούσε. Μικρές ομάδες από άντρες συγκεντρώθηκαν καθώς εμείς περνούσαμε. Μας κοίταζαν και ψιθύριζαν. Δεν ήξερα τι έλεγαν, όμως εγώ συνέχισα, προσπαθώντας να μη δείξω κανένα ίχνος φόβου.

Μήπως φοβόμουν; Μα και βέβαια! Ήμουν 15 ετών, αυτοί δεν ήταν συνηθισμένοι άντρες, ούτε το χωριό ήταν κανονικό χωριό. Ήταν οι κρατικές φυλακές της χώρας, όπου όποιος έμπαινε, τον ξεχνούσαν όλοι.

Ο πατέρας μου κι εγώ περπατήσαμε μέχρι που φτάσαμε σε ένα μικρό εκκλησάκι. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί ήδη μερικοί άντρες και καθόταν στα παγκάκια για κάποιο είδος ψυχαγωγίας. Έκανε ζέστη και ευχόμουν να ήμουν στο σπίτι, πίνοντας πορτοκαλάδα και βλέποντας τηλεόραση αντί να βρίσκομαι εδώ και να προσπαθώ να ξεφύγω από την ένταση της στιγμής.

Άκουγα με προσοχή τον πατέρα μου ενώ αυτός μιλούσε με τους κρατούμενους. Σαν πρώην ναυτικός και τώρα ταξιδιωτικός σύμβουλος, ο πατέρας μου μπορούσε να συζητά άνετα με τον καθένα, από πολιτικούς μέχρι ναρκομανείς και δίδαξε κι εμάς τα παιδιά του, να κάνουμε το ίδιο. Όμως δεν μπορούσα να κατανοήσω το πάθος που τον οδήγησε να επισκέπτεται τις φυλακές κάθε εβδομάδα.

Αυτό που παρακινούσε τους γονείς μου ήταν οι ανάγκες των άλλων. Η μεγάλη μας οικογένεια είχε αρκετά μόνο για τις βασικές μας ανάγκες και ίσως μερικές μικρές πολυτέλειες, όταν όμως έβλεπαν τις ανάγκες των άλλων, προσπαθούσαν πάντα να βοηθήσουν. Ο πατέρας έλεγε ότι ήθελε να χτίσει ένα κατηχητικό για τα παιδιά των κρατουμένων. Είπε πως θα προσπαθούσε να οργανώσει τουρνουά με αθλήματα και εργαστήρια. Οτιδήποτε έκανε, το έκανε όσο καλύτερα μπορούσε. Όπου και να εργάστηκε, εργαζόταν πάντα σκληρά.

Ο πατέρας γύρισε προς το μέρος μου και μου έκανε νόημα να πάω μπροστά. “Έλα να με βοηθήσεις να τραγουδήσουμε”, είπε.

Στάθηκα δίπλα του, αντικρίζοντας το πλήθος από φυλακισμένους. Είχαν σιγήσει, περιμένοντας. Έβγαλε την κιθάρα του, και ετοιμάστηκε να τραγουδήσει το τραγούδι που είχε στον νου του. Δεν ήταν ένας ιδιαίτερα προικισμένος μουσικός, όμως αυτό δεν τον πείραζε. Ο πατέρας είχε ζωντάνια σε οτιδήποτε έκανε και όταν βρισκόσουν δίπλα του, αυτό το ένιωθες. Μερικές νότες έσπασαν τη σιωπή. Άρχισε να τραγουδάει:

Ω Κύριε Θεέ μου! Όταν παρατηρώ γεμάτος θαυμασμό
Όλα όσα το χέρι Σου έχει φτιάξει.
Βλέπω τα άστρα, ακούω το βρόντο του κεραυνού,
Η δύναμη Σου φανερώνεται σε όλο το σύμπαν…

Μου έκανε νόημα με το βλέμμα του. Καθώς άρχισα να τραγουδώ κι εγώ, το ίδιο έκαναν και μερικοί από τους άντρες. Έκλεισαν τα μάτια τους, σαν να έβλεπαν έναν υπέροχο και στοργικό Θεό, έναν Θεό που κυβερνούσε ολόκληρο το σύμπαν, κι όμως ήθελε να βρίσκεται μέσα στην καρδιά του κάθε ανθρώπου.

Και τότε η ψυχή μου τραγουδάει, Κύριε Σωτήρα μου, σε Σένα
Πόσο μεγάλος Είσαι, πόσο μεγάλος Είσαι!

Στη συνέχεια ο πατέρας μου διάβασε από τη Βίβλο για τον Θεό και την αγάπη Του – μια αγάπη με τη δύναμη να συγχωρεί κάθε αμαρτία και να αγαπά κάθε αμαρτωλό.

Εκείνη τη μέρα, κατάλαβα τον πατέρα λίγο καλύτερα. Είδα ότι ένιωθε την ανάγκη να περπατάει ανάμεσα στους απόβλητους, όπως έκανε και ο Χριστός δύο χιλιάδες χρόνια πριν απ’ αυτόν. Δεν είχε διαφορά το ότι το παρελθόν αυτών των ανθρώπων εκεί ήταν κατακριτέο και το μέλλον τους έδειχνε δυσοίωνο. Όταν αντίκριζε τον καθένα τους, έβλεπε μέσα τους μια ανθρώπινη ύπαρξη, μια ξεχωριστή και αξιαγάπητη δημιουργία του Θεού και ήθελε να κάνει τον κόσμο τους καλύτερο.

Τα χρόνια πέρασαν. Πολλά από τα όνειρα του πατέρα τελικά έγιναν πραγματικότητα. Τα αθλήματα οργανώθηκαν. Οι δραστηριότητες των κατηχητικών εκτελούνταν από τους ίδιους τους κρατούμενους. Σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών του πατέρα μου να γίνουν γνωστές οι ανάγκες των κρατουμένων, άρχισαν να εμφανίζονται χορηγοί παίρνοντας νέες πρωτοβουλίες. Οι φαινομενικά ασήμαντες προσπάθειες του πατέρα δημιούργησαν ένα κύμα το οποίο άγγιξε χιλιάδες καρδιές. Του δόθηκε άδεια να επισκέπτεται οποιαδήποτε φυλακή στη χώρα και ταξίδευε συχνά σε αυτά τα σκοτεινά μέρη, συνεχίζοντας την ελπιδοφόρα του αποστολή. Μερικές φορές έλεγε χαριτολογώντας  πως αν ποτέ φυλακιζόταν για την πίστη του, θα ένιωθε σαν να ήταν σπίτι του.

Όταν σκέφτομαι όλες τις ζωές που άλλαξαν προς το καλύτερο σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας των γονιών μου να συνεχίζουν να βοηθάνε τους άλλους όπου και να βρισκόταν, είτε ψηλά είτε χαμηλά, μου θύμισε κάποιον άλλον ο οποίος περπάτησε ανάμεσα στους ανθρώπους, Αυτόν που πήρε εντολή να διαδώσει την αγάπη του Θεού στον κόσμο, πριν από πολύ καιρό.

Ο Ιησούς είπε, “Ελάτε, οι ευλογημένοι τού Πατέρα Μου, κληρονομήστε τη βασιλεία, που είναι ετοιμασμένη σε σας από τη δημιουργία τού κόσμου· επειδή πείνασα, και Μου δώσατε να φάω· δίψασα, και Μου δώσατε να πιω· ξένος ήμουν, και Με φιλοξενήσατε· γυμνός ήμουν, και Με ντύσατε· ασθένησα, και Με επισκεφθήκατε· σε φυλακή ήμουν, και ήρθατε σε Μένα. … Σας διαβεβαιώνω, καθόσον το αυτό κάνατε σε έναν από τούτους τούς ελάχιστους αδελφούς Μου, το κάνατε σε Μένα”. 1

  1. Ματθαίου 25:34-36,40